ταλμούδ

ταλμούδ
Έργο στο οποίο βρίσκεται συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο μέρος της μεταβιβλικής εβραϊκής παράδοσης. Αναπτύχθηκε από τον 3o έως τον 7o αι. με απαρχή έναν κώδικα πολιτικού και θρησκευτικού δικαίου, τη Μισνά (Εβραίοι, λογοτεχνία). Τα άρθρα του κώδικα αυτού συζητήθηκαν στις ταλμουδικές ακαδημίες, που ονομάζονταν Γεσιβώθ, και μέσω καθορισμένων ερμηνευτικών κανόνων συγκεντρώθηκαν στο βιβλικό κείμενο. Έγινε δηλαδή κάποιες φορές προσπάθεια, ακόμα και με παραβίαση του κειμένου, να βασιστεί η επικρατούσα πρακτική στη θεία διδασκαλία που περιέχεται στη Βίβλο. Υπάρχουν 2 εκδόσεις του Τ.· παλαιστινιακή και βαβυλωνιακή· η έκδοση της Παλαιστίνης είναι απλούστερη και περισσότερο περιορισμένη, αλλά λιγότερο οργανική από τη βαβυλωνιακή, που μετά τον 5o αι. αναθεωρήθηκε από τους λόγιους που είναι γνωστοί ως Σαβοραίοι, προς διάκριση από τους συντάκτες του T., οι οποίοι ονομάζονταν Αμορραίοι. Εξαιτίας της έκτασης του υλικού, από τον Μεσαίωνα έγινε προσπάθεια να καταρτιστούν επίτομες και συστηματικές εκδόσεις· περίφημη είναι εκείνη που οφείλεται στον Μαϊμονίδη και η οποία λέγεται Μισνά Τορά (Δεύτερος Νόμος). Το περιεχόμενο του Τ. είναι κατά ένα μέρος νομικό (χαλασικό) και κατά ένα μέρος αφηγηματικό και ομιλητικό (χαγαδικό). Τα θέματα που πραγματεύεται είναι αναρίθμητα· στις σελίδες που μπορούμε να δούμε την καθημερινή ζωή των Εβραίων των πρώτων αιώνων, τις επιστημονικές τους γνώσεις τις ηθικές υποχρεώσεις και τις θρησκευτικές πρακτικές τους. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι θεολογικές παρατηρήσεις για τον Θεό, τη δημιουργική του δραστηριότητα, την πρόνοιά του, τη δικαιοσύνη του, για τους αγγέλους και τους δαίμονες, για τη μελλοντική ζωή, τον μεσσιανισμό, την εκλογή του Ισραήλ κλπ. Στο Τ. βασίζεται ακόμα και σήμερα κατά μεγάλο μέρος η θρησκευτική ζωή του πιστού Εβραίου. Η γνώση του έργου, και γενικά της ραββινικής φιλολογίας είναι εξάλλου χρήσιμη για μια μεγαλύτερη κατανόηση των κειμένων της Καινής Διαθήκης, που έχουν τις ρίζες τους όχι μόνο στον κόσμο της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και στον ιουδαϊκό.
* * *
το, Ν
1. συλλογή ιερών βιβλίων τού ιουδαϊσμού, θεωρούμενη από τους Ιουδαίους ως συνέχεια τής Βίβλου, που αποτελείται από τη Μισνά, δηλαδή τον κώδικα τού προφορικού λόγου, την Γκεμαρά, δηλαδή την εξήγησή του, καθώς και ορισμένα άλλα βοηθητικά κείμενα, και περιέχει το παραδοσιακό ιουδαϊκό δίκαιο και τη νομική διδασκαλία του
2. (ειδικότερα) η φιλολογική κορύφωση τής προφορικής παράδοσης τού ιουδαϊσμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. εβρ. talmūdh < εβρ. lāmadh «μαθαίνω». Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Κ. Κοντογόνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • ταλμουδιστής — ο, Ν 1. (για Εβραίο) αυτός που αποδέχεται τα δόγματα τού Ταλμούδ 2. ερμηνευτής τού ταλμούδ 3. μτφ. ως επίθ. σχολαστικός, δογματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. talmudist < talmud (βλ. ταλμούδ) + ist. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Ν. Κοτζιά] …   Dictionary of Greek

  • Αλφασί, Ισαάκ Μπεν Ιακώβ — (Isaac ben Jacob ha Kohen Al Fasi, 1013 – 1103). Εβραίος ταλμουδιστής και νομοδιδάσκαλος. Το 1088 πήγε στην Ισπανία και ίδρυσε στη Λουκένα ιερατική σχολή, όπου σπούδασαν διάσημοι Εβραίοι λόγιοι. Εναντιώθηκε στην τάση των συγχρόνων του στη… …   Dictionary of Greek

  • ταλμουδικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ταλμούδ. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ταλμούδ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Λαζ. Βελέλη] …   Dictionary of Greek

  • Ραββανίτες — και Ραβανίτες, οι, Ν [ραββι] εκκλ. οπαδοί εβραϊκής αίρεσης η οποία αναγνωρίζει ως πηγή τής εβραϊκής θρησκείας τόσο τον γραπτό νόμο τής Παλαιάς Διαθήκης όσο και τον προφορικό Νόμο που περιλαμβάνουν τα δύο Ταλμούδ …   Dictionary of Greek

  • ακύλας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μάρτυρας από την Τραπεζούντα. Αποκεφαλίστηκε, μαζί με τους συμπατριώτες του Βαλεριανό, Κανίδιο και Ευγένιο, την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (4ος αι.). Το συναξάρι τους, που βρίσκεται στη… …   Dictionary of Greek

  • ιουδαϊσμός — Όρος που αποδίδεται στη θρησκεία και στους θεσμούς του εβραϊκού λαού από την εποχή της βαβυλώνιας αιχμαλωσίας. Στη διάρκειά της αναπτύχθηκε μια νέα πνευματικότητα, που επικεντρώθηκε προπάντων στη λατρεία του λόγου του Θεού, ο οποίος περιέχεται… …   Dictionary of Greek

  • σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • σχολειό — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… …   Dictionary of Greek

  • Αβραάμ Αμπουλαφία μπεν Σαμουήλ — (Τολέδο ή Σαραγόσα 1240 – 1292).Ισπανοεβραίος καβαλιστής. Υπήρξε φύση ανήσυχη και τυχοδιωκτική. Σπούδασε όλες τις γνωστές επιστήμες της εποχής του και μελέτησε ιδιαίτερα το Ταλμούδ (την ιουδαϊκή παράδοση της Βίβλου) και τη φιλοσοφία του Μαϊμονίδη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”